- ὀψαριοπώλης
- ὀψᾰριοπώλ-ης, ου, ὁ,A fishmonger, Jahresh.26 Beibl.51 (Ephes., i A. D.), OGI484.21 (Pergam., ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οψαριοπώλης — ὀψαριοπώλης, ὁ (Α) ιχθυοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψάριον + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
-πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… … Dictionary of Greek
οψαριοπωλείον — ὀψαριοπωλεῑον, τὸ (Α) [οψαριοπώλης] το ιχθυοπωλείο … Dictionary of Greek